- μηνιγγιτικός
- -ή, -ό [μηνιγγίτις]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα2. το αρσ. ως ουσ. ο μηνιγγιτικόςαυτός που πάσχει από μηνιγγίτιδα3. φρ. «μηνιγγιτικές γραμμές» — ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο δέρμα τής κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και που, άλλοτε, θεωρούνταν ως σημεία μηνιγγίτιδας.
Dictionary of Greek. 2013.